- Δαρδάνεια
- ΔαρδάνειοςDardanusneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαρδάνιος — και δαρδάνειος, α, ον (Α) 1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» τα ανάκτορα τής Τροίας) 2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη) η Τροία … Dictionary of Greek